- λαμβανομένης
- λαμβάνωapres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ποσειδών — I Θεός της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Κρόνου και της Ρέας και αδελφός του Δία και του Άδη. Λέγεται, στα νεότερα χρόνια, και Ποσειδώνας. Σύμφωνα με έναν αρχαίο μύθο, κατά τη διανομή του κόσμου μεταξύ των γιων του Κρόνου, δόθηκε στον Π. η… … Dictionary of Greek
εκατό- — πρόθημα που στο μετρικό σύστημα καθορίζει τον πολλαπλασιασμό τής λαμβανόμενης κάθε φορά ως μονάδας επί εκατό. Σύμβολο h … Dictionary of Greek
μισθός — Όρος που χρησιμοποιείται στην οικονομική γλώσσα για τον χαρακτηρισμό της αμοιβής της εξαρτημένης εργασίας. Με την έννοια αυτή ο όρος έχει ευρύτερη σημασία από αυτήν με την οποία χρησιμοποιείται στην κοινή γλώσσα. Πράγματι, περιλαμβάνει, εκτός από … Dictionary of Greek
ξηρογραφία — Φωτογραφική διεργασία που βασίζεται στην επίδραση του φωτός πάνω σε υλικό με «φωτοευαίσθητο» στρώμα από ημιαγωγό, όπου πριν από τη φωτογράφηση επιστρώνεται ηλεκτροστατική γόμωση. Στην έκθεση, η ηλεκτροστατική γόμωση μειώνεται ανάλογα με τη… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek